Η τάση συρρίκνωσης των μεσαίων εισοδηματικών στρωμάτων συνεχίζεται
Μια λεπτομερής ανάλυση δείχνει ότι μια αιτία της συρρίκνωσης των μεσαίων εισοδηματικών στρωμάτων είναι το υψηλό συγκριτικά ποσοστό της άτυπης εργασίας (προσωρινή εργασία μέσω εταιρίας που πρακτορεύει εργατικό δυναμικό, «μίνι-απασχόληση», συμβάσεις ορισμένου χρόνου). Ο αριθμός των τυπικών συμβάσεων εργασίας έχει μειωθεί, προπαντός για ανθρώπους της μεσαίας εισοδηματικής κατηγορίας. Ταυτόχρονα, έχουν αυξηθεί οι άτυπες θέσεις εργασίας.
Για ό,τι αφορά τις ομάδες των χαμηλότερων εισοδημάτων, ο αριθμός των ατόμων που απασχολούνται σε κανονικές θέσεις εργασίας παραμένει πάντα χαμηλός, ωστόσο έμεινε σχετικά σταθερός μετά το 2005. Το γεγονός ότι οι ομάδες χαμηλότερων εισοδημάτων γίνονται όλοένα και μεγαλύτερες εξηγείται πρωτίστως από τον αυξανόμενο αριθμό ατόμων που απασχολούνται σε άτυπες θέσεις εργασίας. Από την άλλη πλευρά, στο ανώτερο άκρο του φάσματος της εισοδηματικής κατανομής, η απασχόληση σε κανονικές θέσεις εργασίας έχει αυξηθεί αρκετά· ως αποτέλεσμα, η απασχόληση σε κανονικές θέσεις εργασίας για το σύνολο του πληθυσμού έχει αυξηθεί ελαφρώς σε σύγκριση με το 2005.
Εν ολίγοις, η μεγάλη αύξηση της απασχόλησης και η μείωση της ανεργίας έχουν μεν δημιουργήσει περισσότερες θέσεις εργασίας με κανονική απασχόληση σε σύγκριση με το 2005, ωστόσο ο αριθμός των άτυπων θέσεων εργασίας αυξήθηκε ακόμη πιό πολύ. Αυτό έχει επιφέρει μια στροφή: Σήμερα, υπάρχουν πολύ περισσότεροι εργαζόμενοι με χαμηλά εισοδήματα σε άτυπες θέσεις εργασίας σε σύγκριση με το 1995· επίσης, σε τέτοιες θέσεις εργασίας υπάρχουν πολύ περισσότερα άτομα με χαμηλά, παρά με υψηλά εισοδήματα.
Ένας από τους βασικούς στόχους των μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας στη δεκαετία του 2000 ήταν ο εξής: Να δοθεί στους ανθρώπους μια πρώτη ευκαιρία για να εισέλθουν από την ανεργία στην άτυπη απασχόληση, προκειμένου να περάσουν αργότερα στην απασχόληση σε κανονική θέση εργασίας. Όμως, για πολλούς ανθρώπους, αυτή η μετάβαση σε κανονική απασχόληση έγινε πολύ πιο δύσκολη από όσο είχαν υποθέσει οι σχεδιαστές εκείνων των μεταρρυθμίσεων. Περισσότεροι από τους μισούς ανθρώπους που απασχολούνταν άτυπα πριν από τρία χρόνια, εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να βρίσκονται σε μια τέτοια εργασιακή σχέση. Μόνον ένας στους τέσσερις άτυπα απασχολούμενος κατάφερε μέσα σε τρία χρόνια να κάνει το άλμα από την άτυπη σε κανονική σχέση εργασίας.
Επιπλέον, περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να «κρατηθούν» στην κανονική απασχόληση σήμερα, σε σύγκριση με την κατάσταση πριν από 10 ή 20 χρόνια. Η ανησυχία ότι οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας της δεκαετίας του 2000 θα ωθούσαν τους ανθρώπους από την κανονική στην άτυπη απασχόληση δεν επαληθεύτηκε, τουλάχιστον στο σύνολο της οικονομίας. 
Συμπέρασμα: Στη Γερμανία, τα μεσαία εισοδηματικά στρώματα συρρικνώνονται - ανεξάρτητα από το πόσο στενά ή ευρέως ορίζεται αυτή η ομάδα, ανάλογα με τα εισοδήματα των ατόμων. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται με την αύξηση της άτυπης απασχόλησης στα άτομα με χαμηλά εισοδήματα. Μολονότι η εισοδηματική πόλωση στη Γερμανία επιταχύνεται τώρα με ρυθμό μικρότερο από το 2005, ωστόσο η τάση για εισοδηματική πόλωση συνεχίζεται.