Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Χανς-Βέρνερ Ζιν: Η μαρξική θεωρία των κρίσεων και πώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καταστρέφει τον καπιταλισμό. Με ένα επίμετρο

© Die Zeit - Hans-Werner Sinn: Krisentheorie: Marx’ wahre Leistung, 13.2.2017 (στην έντυπη έκδοση: τεύχος 5/2017, 26.1.2017)  

Οι σοβαροί και ευφυείς από όσους μελετητές (ιδιαίτερα οικονομολόγους) απορρίπτουν αποφασιστικά βασικές πτυχές του έργου του Καρλ Μαρξ που αφορούν την εργασία ή τον καπιταλισμό ως σύστημα και ασφαλώς είναι ολικά αντίθετοι στις αξιολογικές αρχές της σκέψης του, σέβονται εντούτοις πολλές μαρξικές ιδέες και σήμερα. Οι ιδέες αυτές τούς προκαλούν φόβο. Ένας λόγος για να αισθάνονται αβεβαιότητα και φόβο είναι το μαρξικό σχήμα για την ιστορία: Ο καπιταλισμός, όπως οι άλλοι τρόποι παραγωγής που προηγήθηκαν, είναι σύστημα που επωάσθηκε και γεννήθηκε, είχε την παιδική του ηλικία, ενηλικιώθηκε, άκμασε, επιβλήθηκε στις κοινωνίες, μετέτρεψε τον βιόκοσμο του ανθρώπου σε αποικία του. Είναι ιστορικό φαινόμενο, όχι φιλοσοφική οντότητα πέραν του κόσμου τούτου σαν τις πλατωνικές Ιδέες ή το εγελιανό Απόλυτο· άρα, υπόκειται και σε κρίσεις, σε φθορά, σε παρακμή και σε «γήρας». Και τέλος, από τα υλικά της αποσύνθεσής του, κάποτε, ποιός ξέρει πότε, θα αναπτυχθεί για να πάρει τη θέση του «κάτι άλλο».
Ο Χανς Βέρνερ Ζιν, οικονομολόγος ευρωσκεπτικιστής (ίσως όχι αντιευρωπαίος), επιθυμεί μια μικρή ή χαλαρή ζώνη του ευρώ και μια ΕΕ αποτελούμενη από χώρες βορείως των Άλπεων. Είναι από τους μόνιμους εισηγητές της εκδίωξης της Ελλάδας από την ευρωζώνη και την ΕΕ. Ασφαλώς δεν ανήκει στους φίλους των ιδεών του Μαρξ - και καθόλου των αξιολογικών του αρχών. Το αντίθετο, και μάλιστα στον υπερθετικό βαθμό. Ωστόσο, ως ευφυής οικονομολόγος σέβεται και φοβάται βασικές μαρξικές ιδέες. Σε τούτο το πολύ ενδιαφέρον άρθρο, δηλώνει, όπως έκαναν και άλλοι πρόσφατα, ότι η θεωρία του Μαρξ για τις κρίσεις μπορεί, στο τέλος, να επαληθευτεί στην πράξη· δηλαδή, λέει, μπορεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής να φτάσει στο τέλος του λόγω ανεπανόρθωτων συστημικών βλαβών που θα προκληθούν από τις κρίσεις και από το πώς τις αντιμετωπίζουν τα θεσμικά όργανα, οικονομικά ή πολιτικά. Η λανθασμένη, κατά τη γνώμη του, νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (την οποία ο Ζιν ποτέ δεν είχε σε εκτίμηση), είναι μια κακή αντιμετώπιση της κρίσης, «απολιθώνει τον καπιταλισμό» και συνακόλουθα αυξάνει τον κίνδυνο για τέτοιες «ανεπανόρθωτες βλάβες». Η ΕΚΤ και οι άλλες κεντρικές τράπεζες, με την πολιτική τους μπορεί να καταστρέψουν τον καπιταλισμό, λέει. Και να βγάλουν τον Μαρξ σωστό. Από λάθος ή από πρόθεση, το αποτέλεσμα δεν θα διαφέρει.
Γ. Ρ.
   
Ο Μαρξ αξιολογείται από τους οικονομολόγους με ποικίλους και διαφορετικούς τρόπους. Στους αγγλοσαξωνικούς κύκλους η εκτίμηση που απολαμβάνει είναι μικρή, επειδή βλέπουν ως κέντρο των αναλύσεών του την εργασιακή θεωρία του της αξίας. Και πραγματικά, ένας οικονομολόγος λίγους καρπούς μπορεί να αποκομίσει από την ιδέα ότι η αξία ενός εμπορεύματος εξηγείται μόνον από την ποσότητα της εργασίας που έχει ενσωματωθεί σ' αυτό το εμπόρευμα, ενώ, αντίθετα, η αποζημίωση του χρησιμοποιούμενου κεφαλαίου δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνον υπεραξία, την οποία οι καπιταλιστές υπεξαιρούν από τους εργαζόμενους. Αυτό που έγραψε ο Μαρξ για το ζήτημα τούτο, είναι περισσότερο ιδεολογία παρά γνώση.
Η πραγματική δύναμη και η συμβολή του Μαρξ βρίσκονται στην μακροοικονομική θεωρία, δηλαδή στα πορίσματά του για το σύνολο της οικονομίας. Τις πιο σημαντικές συνεισφορές του στην οικονομική γνώση μας τις προμηθεύουν οι θεωρίες του περί κρίσεων. Ιδιαίτερη σημασία έχει η θεωρία της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, η οποία αναπτύσσεται στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου. Σήμερα, το ποσοστό κέρδους το ονομάζουμε συντελεστή κέρδους (profit rate) ή απόδοση (yield). Είναι η αναλογία του κέρδους μιας εταιρείας με τα χρησιμοποιηθέντα κεφάλαια. Σύμφωνα με τον Μαρξ, στην ιστορική πορεία της οικονομικής εξέλιξης αυτό το ποσοστό κέρδους πέφτει σε όλο και χαμηλότερα επίπεδα. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι το κεφάλαιο μπορεί να αυξάνεται ταχύτερα από ό,τι αυξάνεται το εργασιακό δυναμικό. Επομένως, πάντα θα συσσωρεύεται ολοένα και περισσότερο κεφάλαιο ανά εργαζόμενο, αλλά δεν θα αυξάνεται ανάλογα το κέρδος που αποκομίζει αυτό το κεφάλαιο.
Ο Μαρξ υπέθεσε ότι η πτώση του ποσοστού του κέρδους θα φτάσει κάποτε σε τέτοιο σημείο, ώστε η διαρκώς μειούμενη κερδοφορία των επενδύσεων θα γίνει τόσο μικρή, ώστε οι επιχειρήσεις δεν θα έχουν πια κίνητρο για να επενδύουν. Σ' αυτό το σημείο θα είχαμε επενδυτική απεργία, η οποία θα βύθιζε την οικονομία σε κρίση. Διότι, άν δεν αγοράζονται κεφαλαιουχικά αγαθά [λόγου χάρη δάνεια, εταιρικά ομόλογα και άλλες μορφές κεφαλαίων προς επένδυση], αυτό θα παρακινήσει τους προμηθευτές αυτών των αγαθών [λόγου χάρη τις εμπορικές τράπεζες και τους άλλους χρηματοοικονομικούς επενδυτές] να αγοράζουν λιγότερες χρηματοοικονομικές «πρώτες ύλες» για να δημιουργούν αυτά τα προϊόντα. Με τη σειρά τους, οι «κατασκευαστές» αυτών των πρώτων υλών» θα αρχίσουν και αυτοί να αγοράζουν λιγότερες χρηματοοικονομικές «πρώτες ύλες» για να κάνουν τη δική τους δουλειά. Έτσι θα φτάσουμε σε μια αλυσιδωτή αντίδραση η οποία θα εκτείνεται σε πολλά οικονομικά πεδία, δηλαδή σε κρίση.
Αυτή η μαρξική θεωρία των κρίσεων είναι εξαιρετικά επίκαιρη. Σήμερα υποστηρίζεται και πάλι σε παρόμοια μορφή από κορυφαίους οικονομολόγους, όπως είναι ο Καρλ Κρίστιαν φον Βάιτσζέκερ (Carl Christian von Weizsäcker) από τη Βόννη ή και ο Λώρενς Σάμμερς (Lawrence Summers), ο πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ [επί προεδρίας Κλίντον]. Και οι δύο υποστηρίζουν ότι η ανθρωπότητα έχει ήδη επενδύσει πάρα πολύ, τόσο πολύ ώστε τα κερδοφόρα επενδυτικά εγχειρήματα είναι πιά λίγα. Δεν θα προκύπτει αρκετό κέρδος που θα μπορεί να ανταγωνίζεται επιτυχώς το σίγουρο μηδενικό επιτόκιο που προσφέρει η διακράτηση χρήματος σε μετρητά. Συνεπώς, απειλούμαστε από επενδυτική απεργία και κρίση. Ακολουθώντας την ορολογία του Άλβιν Χάνσεν (Alvin Hansen), Αμερικανού οικονομολόγου σύγχρονου του Κέυνς, αποκαλούν αυτό το σενάριο διαρθρωτική διαρκή οικονομική στασιμότητα (secular stagnation). Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης ζητούν από το κράτος να βγάλει το φίδι από την τρύπα, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο διάσωσης την όλο και μεγαλύτερη αύξηση του δημόσιου χρέους. Υποστηρίζουν ότι το κράτος πρέπει να αυξήσει τη συνολική ζήτηση (aggregate demand) σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εξουδετερωθεί το έλλειμμα επενδύσεων.


O Βάιτσζέκερ υποστηρίζει ότι σ' αυτό, θα μπορούσε να αποδειχτεί χρήσιμο ακόμη και ένα συνταξιοδοτικό σύστημα διανεμητικού τύπου [στο οποίο, θεωρητικά, κάθε γενιά εργαζόμενων χρηματοδοτεί τις συντάξεις της γενιάς που είναι ήδη συνταξιούχοι], το οποίο είναι ένα μια συγκαλυμμένη μορφή δημόσιου δανεισμού, αλλά και άλλες μορφές «σκιωδών δημοσιονομικών». Αντ' αυτού, άλλοι οικονομολόγοι, όπως ο Κέννεθ Ρόγκοφ (Kenneth Rogoff) του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, προτείνουν να καταργηθεί το ρευστό χρήμα. Στη συνέχεια, τα επιτόκια θα μπορούσαν να γίνουν τόσο έντονα αρνητικά, ώστε σε σύγκριση με αυτά, οι επενδύσεις να είναι και πάλι κερδοφόρες. Βεβαίως, για όσο υπάρχει το χρήμα σε μετρητά, το επιτόκιο δεν μπορεί να γίνει έντονα αρνητικός αριθμός. Διότι, ποιά τράπεζα θα δάνειζε τα χρήματά της σε κάποιον άλλο με αρνητικά επιτόκια - δηλαδή με κόστος για την τράπεζα, τη στιγμή που μπορεί απλά να τα κρατήσει ως ρευστό και έτσι να μη επιβαρυνθεί η ίδια με σχεδόν κανένα κόστος;
Η θεωρία της διαρθρωτικής διαρκούς οικονομικής στασιμότητας έχει βρεί ιδιαίτερα ευήκοα ώτα στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Της παρέχει μια ευπρόσδεκτη δικαιολογία για την  πολιτική της των αρνητικών επιτοκίων, η οποία, στην πραγματικότητα, εξυπηρετεί τη διάσωση των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων και κρατών της Νότιας Ευρώπης. Εδώ και κάμποσο καιρό, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έχει κάνει αρνητικό το επιτόκιο των καταθέσεων τις οποίες διατηρούν οι εμπορικές τράπεζες στις εθνικές κεντρικές τους τράπεζες [οι οποίες είναι τμήματα της ΕΚΤ] και επιτρέπει στις εθνικές κεντρικές τράπεζες να δανείζουν χρήματα στις εμπορικές τράπεζες με αρνητικό επιτόκιο, έως και μείον 0,4 %. Το πρόβλημα του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ είναι εξής: Λόγω της ύπαρξης του ρευστού χρήματος, η ΕΚΤ μπορεί να ωθήσει τα επιτόκια στην αρνητική περιοχή μόνον μέχρι το βάθος που αντιστοιχεί στις δαπάνες της αποθήκευσης χαρτονομισμάτων σε «θησαυροφυλάκια». Άν προχωρήσει σε πιο αρνητικό μέγεθος, οι αποταμιευτές θα προτιμήσουν να κρατούν τα χρήματά τους ως μετρητά χαρτονομίσματα.
Ειδικότερα, οι μεγάλοι επενδυτές, όπως οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές εταιρείες, έχουν τη δυνατότητα να αποθηκεύουν μετρητά σε «θησαυροφυλάκια» σχετικά χαμηλού κόστους. Γι΄ αυτό, επιλέγουν ήδη σε τεράστια έκταση ακριβώς αυτόν τον τρόπο για να ξεφύγουν από τα αρνητικά επιτόκια. Υπάρχουν ορισμένες τράπεζες που αποθηκεύουν χαρτονομίσματα σε ποσότητες πάνω από 10 δισεκατομμύρια ευρώ. Στην Ελβετία χρησιμοποιούνται σήραγγες ορυχείων για να αποθηκεύονται χαρονομίσματα.
Ο καπιταλισμός απολιθώνεται
Για το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ η αποθησαύριση των μετρητών είναι  απαράδεκτη και του προκαλεί οργή. Προκειμένου να αυξηθεί το κόστος της αποθησαύρισης, το 2016 αποφάσισε να καταργήσει σταδιακά τα χαρτονομίσματα των 500 ευρώ. Με αυτό το μέτρο, αναγκάζει τους κατόχους θησαυροφυλακίων να αποθηκεύουν το ρευστό σε χαρτονομίσματα των 200 ευρώ. Επειδή η αποθήκευση χρήματος στα θησαυροφυλάκια γίνεται έτσι δυόμισι φορές πιο ακριβή, η ΕΚΤ κερδίζει λίγο περισσότερο «χώρο» για να κάνει ακόμη πιο αρνητικά τα επιτόκια.   
Υπ' αυτό το πρίσμα, η θεωρία του Μαρξ περί πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους έχει γίνει επίκαιρη και έχει αποκτήσει ένα ενδιαφέρον που κανείς δεν μπορούσε να υποπτευθεί προηγουμένως. Σήμερα, το ποσοστό κέρδους του κεφαλαίου έχει προφανώς πέσει τόσο πολύ, ώστε ο μόνος τρόπος για να μπούν οι εταιρείες στον πειρασμό να επενδύσουν, είναι να επιλέξει κάποιος τα πιο ακραία μέσα· να χρηματοδοτεί τις εταιρείες σχεδόν πετώντας τα χρήματα, δηλαδή, τελικά, ακόμη και να τις «πληρώνει» για να δανείζονται χρήματα και να τα επενδύουν. 
Θα ήταν όμως υπερβολικό να εμπλέξουμε άμεσα τον Μαρξ στην πολιτική της ΕΚΤ. Διότι, πρώτον, αναπτύσσοντας τη θεωρία αυτή δεν μίλησε για νομισματική πολιτική. Και δεύτερον, μίλησε μόνον για τάση πτώσης του ποσοστού του κέρδους. Αυτό το έκανε, γιατί έβλεπε ότι υπάρχουν και επίμονες αντίρροπες δυνάμεις που ενεργούν εναντίον αυτής της τάσης, οι οποίες μπορούν προσωρινά να διακόπτουν και να αναιρούν τη μείωση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. 
Ο Μαρξ μιλάει κατ' επανάληψη, μεταξύ άλλων, για την απαξίωση του κεφαλαίου που προκαλείται από τις κρίσεις. Οι κρίσεις προσφέρουν σε νέους επιχειρηματίες την ευκαιρία να δημιουργούν πάνω στα ερείπια των παλιών, χρεοκοπημένων εταιρειών νέες εταιρείες, οι οποίες αγοράζουν πολύ φθηνά τον εξοπλισμό και τα κτίρια από τα κατάλοιπα των πτωχευμένων· και έτσι παράγουν και πάλι υψηλές κερδοφορίες του κεφαλαίου. Αυτή την άποψη την εμβάθυνε αργότερα ο Τζόζεφ Σουμπέτερ (Joseph Schumpeter). Αυτός επινόησε τον όρο «δημιουργική καταστροφή» για να περιγράψει τη νέα αρχή πάνω που χτίζεται πάνω στα ερείπια παλιών βιομηχανιών.
Σήμερα, αυτή η δημιουργική καταστροφή παρεμποδίζεται από τις κεντρικές τράπεζες όλου του κόσμου, με το να διατηρούν τα επιτόκια τόσο χαμηλά και τα περιουσιακά στοιχεία τόσο υψηλά - με το να αγοράζουν χρεώγραφα [π.χ. ομόλογα, μετοχές και άλλους τίτλους], ώστε διατηρούνται στη ζωή ακόμη και εταιρείες-ζόμπι, μαζί με τις τράπεζες που τις χρηματοδοτούν. Ζόμπι ονομάζονται οι οικονομικές οντότητες οι οποίες στην πραγματικότητα δεν είναι πια ανταγωνιστικές, αλλά επιβιώνουν εξαιτίας της πολιτικής των μηδενικών και αρνητικών επιτοκίων. Εμμένουν στις θέσεις τους μένοντας ανενεργές σαν ζωντανοί νεκροί και συνεχίζουν να δεσμεύουν οικονομικό χώρο, τον οποίο κανονικά θα έπρεπε τώρα να καταλάβουν νέοι επιχειρηματίες. Οι ιδιοκτήτες των παλαιών επιχειρήσεων προστατεύεται από μεγάλες απώλειες περιουσιακών στοιχείων, επειδή οι κεντρικές τράπεζες παρεμποδίζουν την απαξίωση την οποία, σύμφωνα με τον Μαρξ, προκαλεί η κρίση. Αλλά ακριβώς για το λόγο αυτό, οι κερδοφορίες παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα και δεν πραγματοποιείται η νέα ανάκαμψη. Χρειάζεται μια καθαρτήρια κρίση, η οποία, εκτός των άλλων, θα επιτρέψει να καταστραφούν παλαιές δομές και επιχειρήσεις που έχουν γίνει μη κερδοφόρες. Άν δεν πεθάνουν τα ζόμπι, είναι αδύνατη μια νέα αρχή. 
Από την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, η οποία σύμφωνα με τον Μαρξ είναι μόνον μια τάση, σήμερα, προκύπτει με την βοήθεια μέτρων νομισματικής πολιτικής, μια έντονη υποχώρησή του, η οποία καταλήγει σε υφέρπουσα αρρώστεια και παρακμή. Αυτή η αρρώστεια παρουσιάζεται υπό τη μορφή μιας διαρθρωτικής οικονομικής στασιμότητας, η οποία οφείλεται στην εξάντληση των επενδυτικών ευκαιριών και δυνατοτήτων. Όμως στην πραγματικότητα προκαλείται από μια πολιτική των κεντρικών τραπεζών, η οποία εξυπηρετεί τα συμφέροντα των παλαιών τραπεζών, των παλαιών επιχειρήσεων και των παλαιών ιδιοκτητών περιουσιακών στοιχείων, εμποδίζοντας έτσι τη διαδικασία της δημιουργικής καταστροφής. 
Η συνέπεια είναι ότι ο καπιταλισμός απολιθώνεται και, μέσω της δραστηριότητας των κεντρικών τραπεζών να πραγματοποιούν διασώσεις μεγάλης κλίμακας, μεταλλάσσεται σταδιακά σε μια κρατικά ελεγχόμενη οικονομία, η οποία δεν έχει πιά πολλά κοινά με την οικονομία της αγοράς.
Ως τελικό αποτέλεσμα, μπορεί λοιπόν να αποδειχτεί αληθινός ο ισχυρισμός του Μαρξ ότι ο καπιταλισμός θα καταστραφεί εξαιτίας της πτώσης του ποσοστού του κέρδους και θα ανοίξει τον δρόμο προς τον σοσιαλισμό - αν και με εντελώς  διαφορετικό τρόπο από εκείνον που υπέθετε ο Μαρξ. 
Επίμετρο: Άν οι κεντρικές τράπεζες «καταστρέφουν την υγεία του καπιταλισμού», για ποιό λόγο το κάνουν;

Σύμφωνα με τον Χανς-Βέρνερ Ζιν, η θεωρία του Μαρξ για τις κρίσεις είναι από τα ισχυρά στοιχεία του έργου του. Από την άλλη πλευρά, ως οικονομολόγος συνδεδεμένος με την ευρύτερη νεοκλασική σχολή (ο ίδιος αυτοχαρακτηρίζεται ορντο-φιλελεύθερος), ο Ζιν βλέπει ως αδύνατο σημείο του μαρξικού έργου πτυχές που αφορούν το πρώτο θεμέλιο της θεωρίας της αξίας, δηλαδή την ιδέα ότι ο πλούτος παράγεται από την εργασία και ότι η εργασία που περιέχεται σε κάθε εμπόρευμα είναι το μέτρο της αξίας του. Όμως αυτό, εκτός από τον Μαρξ, το υποστήριξαν και οι κλασικοί της πολιτικής οικονομίας, πρώτος ο Άνταμ Σμιθ, ασφαλώς ο Ντέιβιντ Ρικάρντο και ο Τζων Στιούαρτ Μιλ. Ακόμη και άν υποθέταμε ότι δεν ισχύει (αυτό ισχυρίζονται οι νεοκλασικοί, πράγμα που τους φέρνει σε αντίθεση με τους κλασικούς της πολιτικής οικονομίας, ωστόσο οι πρώτοι αποφεύγουν τη συζήτηση για τη διαφωνία αυτή), θα επρόκειτο για σφάλμα και της κλασικής πολιτικής οικονομίας και όχι ειδικά του Μαρξ.
Αντίθετα, άλλες είναι οι ιδέες και προβλέψεις του Μαρξ, πρωτότυπα δικές του και με διαφορετικά αντικείμενα, εκείνες που σαφώς διέψευσε η πραγματικότητα. Διαψεύστηκαν ιδέες του που δεν αφορούν το σύστημα - δηλαδή την αγορά και τους κρατικούς ή οιονεί κρατικούς θεσμούς - αλλά τις υποκειμενικές δυνάμεις που συνδιαμορφώνουν την πορεία της ιστορίας ή επεμβαίνουν σ' αυτήν. Κυρίως διαψεύστηκαν πτυχές του μαρξικού έργου φύσης κοινωνιολογικής και αμιγώς πολιτικής.
Το άν ο Χανς-Βέρνερ Ζιν θεωρεί το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ ως τέτοια «υποκειμενική δύναμη» που «επεμβαίνει» στην πορεία της ιστορίας, και μάλιστα τόσο κρίσιμα, ή, αντίθετα, βλέπει απλά μια ενδογενή παρακμή του καπιταλισμού, συμφωνώντας και με ορισμένους αριστερούς ευρωσκεπτικιστές σαν τον Βόλφγκανγκ Στρέεκ, δεν είναι σαφές στην ανάλυσή του. Ισχυρίζεται μεν ότι η σημερινή πολιτική των κεντρικών τραπεζών, η κατά τη γνώμη του ολέθρια για τον καπιταλισμό, προστατεύει συμφέροντα, «τα συμφέροντα των παλαιών τραπεζών, των παλαιών επιχειρήσεων και των παλαιών ιδιοκτητών περιουσιακών στοιχείων, εμποδίζοντας έτσι την διαδικασία της δημιουργικής καταστροφής» και την «κάθαρση». Δεν μας λέει όμως άν ασκούν τέτοια πολιτική γι' αυτόν τον συγκεκριμένο λόγο, δηλαδή για να προστατεύσουν αυτά τα συμφέροντα, ή άν την ασκούν για άλλους, διαφορετικούς λόγους. Λόγου χάρη, για να μη καταρρεύσουν ολικά μεγάλοι τομείς της οικονομίας και μαζί η αγορά εργασίας, όπως έγινε το 1929 -1930, όταν ο Άντριου Μέλον, υπουργός Οικονομικών του προέδρου Χούβερ καλοσώρισε την κρίση με την περιβόητη φράση «να εκκαθαρίσουμε την πλεονάζουσα εργασία, να εκκαθαρίσουμε τις μετοχές, να εκκαθαρίσουμε τους αγρότες, να εκκαθαρίσουμε την αγορά ακινήτων [...] να αφαιρέσουμε τη σαπίλα από το σύστημα». Χρειάστηκε να γίνουν προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ και να έλθει μετά στη θέση του Χούβερ ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ, για να αρχίσει να επανορθώνεται κάπως το ρημαδιό που άφησε πίσω της αυτή η «καθαρτήρια» ιδέα: το να δογματίζουμε ότι μια φιλελεύθερη πολιτική πρέπει να αφήνει ανεπηρέαστο τον οικονομικό κύκλο (δηλαδή τον ανορθολογισμό των αγορών) - και στην πραγματικότητα να κάνουμε κάτι ακόμη χειρότερο, να επεμβαίνουμε με μέτρα φιλοκυκλικής πολιτικής που κάνουν τις φούσκες μεγαλύτερες και τις κρίσεις βαθύτερες.
Άν ισχύει η πρώτη εκδοχή και ο Χανς-Βέρνερ Ζιν θέλει να πεί ότι  οι κεντρικές τράπεζες πολιτεύονται συνειδητά εναντίον της «υγείας» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, είτε για να στηρίξουν κατεστημένα συμφέροντα, είτε για να μεσιτεύσουν σιωπηρά υπέρ μιας μετάβασης σε «κρατικά ελεγχόμενη οικονομία», τότε, μολονότι ο ίδιος είναι σημαντικός, ευφυής οικονομολόγος, στο θέμα αυτό, επιχειρώντας να κάνει κοινωνιολογία, πολιτική επιστήμη και κυρίως πολιτική, καταλήγει να δαιμονοποιεί τον αντίπαλο και κινδυνεύει να βλέπει την πραγματικότητα μέσα από τον φακό των θεωριών συνωμοσίας. Ή, να καθοδηγεί τους άλλους να τη βλέπουν έτσι. Οι νέες ισχυρές μορφές σκληρής Δεξιάς, τόσο ο αντιφιλελεύθερος εθνικολαϊκισμός (μαζί και κάποιοι εξ αριστερών μιμητές του), όσο και ο επιμένων νέος-φιλελεύθερος ελιτισμός, σ΄ όλο τον Δυτικό κόσμο, αυτό ακριβώς κάνουν τώρα.
Γ. Ρ.
Ο Hans-Werner Sinn (1948) είναι Γερμανός οικονομολόγος. Καθηγητής της οικονομικής επιστήμης και των δημοσιονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου (από το 2016 ομότιμος). Ως επισκέπτης καθηγητής δίδαξε στην London School of Economics και στα πανεπιστήμια του Bergen (Νορβηγία), Stanford και Princeton (ΗΠΑ), της Ιερουσαλήμ και της Βιέννης. Διετέλεσε πρόεδρος του Ifo (Institute for Economic Research) την περίοδο 1999-2016. Είναι σύμβουλος του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομικών της Γερμανίας. Τιμήθηκε με το Βραβείο του Μαξιμιλιανού της Βαυαρίας
Βιβλία του Χανς-Βέρνερ Ζιν: Der Schwarze Juni - Brexit, Flüchtlingswelle, Euro-Desaster - Wie die Neugründung Europas gelingt (2016), Der Euro. Von der Friedensidee zum Zankapfel (2015), The Euro Trap. On Bursting Bubbles, Budgets, and Beliefs (2014),  Die Target-Falle - Gefahren für unser Geld und unsere Kinder (2014), Kasino-Kapitalismus (2009), Risk-Taking, Limited Liability, and the Banking Crisis. Selected Reprints, (2009), Das grüne Paradoxon: Plädoyer für eine illusionsfreie Klimapolitik (2008), Die Basar-Ökonomie (2005), Ist Deutschland noch zu retten?(2003), Das Marxsche Gesetz des tendenziellen Falls der Profitrate (Zeitschrift für die gesamte Staatswissenschaft) 131/1975.
Στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση:
  
  
    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις 2013 - 2022

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται
Χρίστος Αλεξόπουλος: Κλιματική κρίση και κοινωνική συνοχή

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:
Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:<br>Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι
Πως η αγάπη επουλώνει τη φθορά του κόσμου

Danilo Kiš:

Danilo Kiš:
Συμβουλές σε νεαρούς συγγραφείς, και όχι μόνον

Predrag Matvejević:

Predrag Matvejević:
Ο Ρωσο-Κροάτης ανιχνευτής και λάτρης του Μεσογειακού κόσμου

Azra Nuhefendić

Azra Nuhefendić
Η δημοσιογράφος με τις πολλές διεθνείς διακρίσεις, γράφει για την οριακή, γειτονική Ευρώπη

Μάης του '36, Τάσος Τούσης

Μάης του '36, Τάσος Τούσης
Ο σκληρός Μεσοπόλεμος: η εποχή δοσμένη μέσα από τη ζωή ενός ανθρώπου - συμβόλου

Ετικέτες

«Γενιά του '30» «Μακεδονικό» 1968 1989 αειφορία Ανδρέας Παπανδρέου αντιπροσωπευτική δημοκρατία Αριστοτέλης Αρχιτεκτονική Αυστρομαρξισμός Βαλκανική Βαρουφάκης βιοποικιλότητα Βρετανία Γαλλία Γερμανία Γκράμσι Διακινδύνευση Έθνος και ΕΕ Εκπαίδευση Ελεφάντης Ενέργεια Επισφάλεια ηγεμονία ΗΠΑ Ήπειρος Θ. Αγγελόπουλος Θεοδωράκης Θεσσαλονίκη Θεωρία Συστημάτων Ιβάν Κράστεφ ιστορία Ιταλία Καντ Καρλ Σμιτ Καταναλωτισμός Κεντρική Ευρώπη Κέϋνς Κίνα Κλιματική αλλαγή Κοινοτισμός κοινωνική ανισότητα Κορνήλιος Καστοριάδης Κοσμάς Ψυχοπαίδης Κράτος Πρόνοιας Κώστας Καραμανλής Λιάκος Α. Λογοτεχνία Μάνεσης Μάξ Βέμπερ Μάρξ Μαρωνίτης Μέλισσες Μέσα «κοινωνικής» δικτύωσης Μέσα Ενημέρωσης Μεσόγειος Μεταπολίτευση Μιχ. Παπαγιαννάκης Μουσική Μπερλινγκουέρ Νεοφιλελευθερισμός Νίκος Πουλαντζάς Νίτσε Ο τόπος Οικολογία Ουκρανία Π. Κονδύλης Παγκοσμιοποίηση Παιδεία Πράσινοι Ρήγας Ρίτσος Ρωσία Σεφέρης Σημίτης Σολωμός Σοσιαλδημοκρατία Σχολή Φραγκφούρτης Ταρκόφσκι Τουρκία Τραμπ Τροβαδούροι Τσακαλώτος Τσίπρας Φιλελευθερισμός Φιλοσοφία Χαλκιδική Χέγκελ Χριστιανισμός Acemoglu/Robinson Adorno Albrecht von Lucke André Gorz Axel Honneth Azra Nuhefendić Balibar Brexit Carl Schmitt Chomsky Christopher Lasch Claus Offe Colin Crouch Elmar Altvater Ernst Bloch Ernst-W. Böckenförde Franklin Roosevelt Habermas Hannah Arendt Heidegger Jan-Werner Müller Jeremy Corbyn Laclau Le Corbusier Louis Althusser Marc Mazower Matvejević Michel Foucault Miroslav Krleža Mudde Otto Bauer PRAXIS International Ruskin Sandel Michael Strauss Leo Streeck T. S. Eliot Timothy Snyder Tolkien Ulrich Beck Wallerstein Walter Benjamin Wolfgang Münchau Zygmunt Bauman

Song for the Unification (Zbigniew Preisner -
Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube

Song for the Unification (Zbigniew Preisner - <br>Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube
Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων,
ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον...
Ἡ ἀγάπη ...πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει...
Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα·
μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη (προς Κορινθ. Α΄ 13)

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»
«Είμαι βραχυπρόθεσμα απαισιόδοξος αλλά μακροπρόθεσμα αισιόδοξος»

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας
«Χριστούγεννα με τον Κοκκινολαίμη – Το Αηδόνι του Χειμώνα»

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι